-
1 προσαναλαμβανω
1) сверх того принимать, еще брать(τι ἐπὴ τὸ κατάστρωμα Dem.)
πλειόνων προσαναλαμβανομένων Plut. — после того, как многие были приняты (в состав римского сената)2) восстанавливать, давать роздых(τέν δύναμιν Polyb.; στρατόπεδον Diod.)
π. ἑαυτόν Polyb. — отдохнуть3) приходить в себя, делать передышку
См. также в других словарях:
προσαναλαμβάνω — Α [ἀναλαμβάνω] 1. (το ενεργ και το μέσ.) παίρνω ή δέχομαι κάτι επί πλέον 2. μεταχειρίζομαι κάτι επιπροσθέτως 3. ανακτώ τις δυνάμεις μου μετά από ανάπαυση («ἀριστοποιησάμενος καὶ προσαναλαβὼν τὴν δύναμιν ἐκ τῆς κακοπαθείας», Πολ.) 4. (αμτβ.)… … Dictionary of Greek